- διδάσκει
- διδάσκωinstructpres ind mp 2nd sgδιδάσκωinstructpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χρεία διδάσκει κἂν ἄμουσος ᾗ. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Liste griechischer Phrasen/Xi — Xi Inhaltsverzeichnis 1 ξενίας γραφή 2 … Deutsch Wikipedia
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
καθηγητής — ο, θηλ. καθηγήτρια (AM καθηγητής) [καθηγοῡμαι] 1. αυτός που διδάσκει κάτι με γνώση και κύρος, διδάσκαλος (α. «καθηγητής χορού» β. «μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν καθηγητής, ὁ Χριστός», ΚΔ) 2. αυτός που έχει επάγγελμα να διδάσκει τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
ανθρωποσοφία — Αποκρυφιστική διδασκαλία, η οποία ασχολείται με το πρόβλημα του κόσμου και το πρόβλημα του ανθρώπου. Η α. θεμελιώθηκε από τον Ρ. Στάινερ στις αρχές του 20ού αι. Πρόκειται για διδασκαλία η οποία προσπαθεί να στηρίξει τον αποκρυφισμό κυρίως σε… … Dictionary of Greek
δεοντολογία — η 1. το να διδάσκει ή να υποδεικνύει κάποιος τί πρέπει να γίνει 2. η θεωρία που διδάσκει για το δέον, το ηθικά σωστό, το οποίο πρέπει να ακολουθείται 3. (ειδ.) σύνολο κανόνων για τον τρόπο συμπεριφοράς στην άσκηση τού επιστημονικού ή άλλου… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
περίπατος — ο, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περπατώ, βάδισμα για αναψυχή («μετὰ δὲ τὸ δεῑπνον ἔτυχον ἐν περιπάτῳ ὄντες», Ξεν.) 2. (κατ επέκτ.) τόπος ή χώρος όπου περπατούν οι άνθρωποι για προσωπική τους ευχαρίστηση 3. η φιλοσοφική σχολή τού… … Dictionary of Greek